- αναφορικός
- -ή, -ό (Α ἀναφορικός, -ή, -όν) [αναφορά]1. εκείνος που αναφέρεται σε κάτι, που σχετίζεται με κάτι2. (Γραμμ.) (για αντωνυμίες, προτάσεις, επιρρήματα) αυτός που αναφέρεται σε κάτι προηγούμενοαρχ.1. ο σχετικός με την ανατολή των αστέρων2. αυτός που φέρνει επάνω, ανεβάζει (π.χ. αίμα ή φλέγματα).
Dictionary of Greek. 2013.